περισσοτης

περισσοτης
    περισσότης
    атт. περιττότης -ητος ἥ
    1) чрезмерность, избыток Isocr.
    2) превосходство
    

(ἥ κατὰ τέν τέχνην π. Diod.)

    3) изысканность, излишества
    

(ἥ ἐν τοῖς βίοις π. Polyb.)

    4) нечетность (sc. ἀριθμοῦ Arst.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περισσοτης" в других словарях:

  • περισσότης — extravagance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. περιττότητα …   Dictionary of Greek

  • περισσότητα — περισσότης extravagance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσότητες — περισσότης extravagance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσότητος — περισσότης extravagance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότης — περισσότης extravagance fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότησι — περισσότης extravagance fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότησιν — περισσότης extravagance fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότητα — περισσότης extravagance fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότητας — περισσότης extravagance fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότητες — περισσότης extravagance fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»